- θυσανοβότρυς
- -υος, οβοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek